κέλλης

κέλλης
κέλλα
cella
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • вънѣ — (212) нар. и предл. I. Нар. 1. Вне, снаружи; за пределами: Нъ ˫ако же виноградъ ѥгда процвьтеть вънѣ на се<лъ>. то чѫѥть вонѫ сѹщеѥ въ <храмѣ> вино. и цвьтеть сь нимь (ἔξω) Изб 1076, 133 об.; заѹтра и вечеръ и полѹд҃<не> за тѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αμυνταίου, δήμος — Δήμος (8.378 κάτ.) του νομού Φλωρίνης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγίου Παντελεήμονος, Κέλλης, Κλειδίου, Ξινού Νερού, Πετρών, Ροδώνος και Φανού, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Βεγορίτιδα — Λίμνη (68,3 τ. χλμ.) της Μακεδονίας, η βαθύτερη της Ελλάδας, στη βορειοανατολική όχθη της οποίας βρίσκεται η κωμόπολη Άρνισσα. Η λεκάνη της περικλείεται από τα όρη Βόρας στα Β και Κέλλης στα Δ, το Βέρμιο στα Α και το υψίπεδο Εορδαίας στα Ν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”